Δεν είναι ότι κάποιοι άνθρωποι έχουν δύναμη θέλησης και κάποιοι δεν έχουν. Είναι ότι κάποιοι άνθρωποι είναι έτοιμοι να αλλάξουν και κάποιοι δεν είναι, όπως είχε πει ο James Gordon.
Η καθημερινότητα του καθένα και η ζωή του κρύβει πράγματα είτε απλά, είτε πιο σύνθετα. Χαρές, λύπες ακόμα και εκπλήξεις, άλλοτε θετικές και άλλοτε αρνητικές. Όλα αυτά αντιμετωπίζονται με τον τρόπο που εσύ επιλέγεις. Ξέρεις στη ζωή, τα πράγματα και οι άνθρωποι που έχεις μέσα σε αυτή, δεν είναι δεδομένα. Μα πόσο λάθος και κρίμα είναι να πέφτεις σε αυτή την παγίδα.
Μία φορά και έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερα μοναχικός. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε περάσει δύσκολα στη ζωή του. Ήταν 90 χρόνων και ζούσε σε ένα βουνό. Για να φανταστείτε το πιο κοντινό χωριό ήταν τουλάχιστον 2 ώρες από κει. Στην καλύβα που ζούσε είχε κάποια ζώα για συντροφιά. Είχε ένα άλογο να τον πηγαίνει στις δουλειές του, και 5 σκύλους.
Μία μέρα την εβδομάδα πήγαινε στην αγορά με το άλογό του, αγόραζε τις προμήθειες που χρειαζόταν και ανηφόριζε ξανά για το βουνό. Στο χωριό τον είχαν μάθει παρόλο που ο ίδιος ήταν λιγομίλητος. Κάποιοι τον αποκαλούσαν ο σοφός γέρος. Στην καλύβα του μερικές φορές είχε χρειαστεί να φιλοξενήσει κάποιους που είχαν χάσει τον δρόμο τους ή ακόμα και κυνηγούς.
Πάντα καλοσυνάτος και πρόθυμος σύστηνε τα ζώα του στους ξένους. Η πρώτη σκυλίτσα ήταν η ειλικρίνεια, η δεύτερη η αγάπη, η τρίτη η ανταγωνιστικότητα, ενώ οι σκύλοι ήταν ο φόβος και το πάθος. Το άλογο ήταν η ελευθερία. Τα ονόματα αυτά συμβόλιζαν όσα έχει η ζωή μέσα της. Ζωή έλεγαν και την γυναίκα του! Δεν ζούσε πια...Χωρίς να έγινε ποτέ γνωστός ο λόγος, οι άνθρωποι ήθελαν να μένουν για λίγο μαζί του. Τους πρόσφερε γαλήνη το μέρος, ο άνθρωπος και τα ζώα. Η φήμη αυτού του ανθρώπου σιγά-σιγά έφτασε στα αυτιά πολλών... Κάπως έτσι το άκουσε και ένας νέος που αντιμετώπιζε δυσκολίες και αποφάσισε να τον συναντήσει. Όσοι είχαν φτάσει σε αυτό το μέρος ήταν από τύχη. Ο ίδιος ήξερε πως δεν θα είναι εύκολο ταξίδι, μα δεν έκανε πίσω... Έτσι ξεκίνησε το ταξίδι του με μια άμαξα... Πέρασαν περίπου 6 μήνες για να φτάσει στο χωριό, που ο γέρος αγόραζε τις προμήθειές του. Άρχισε να ζητάει πληροφορίες για τον άνθρωπο και πως θα μπορούσε να τον συναντήσει. Η άμαξα είχε αρχίσει να χαλάει από το μεγάλο ταξίδι και ο νέος έπρεπε να την αφήσει μαζί με όλες τις προμήθειες. Πήρε σε μία τσάντα μερικά τρόφιμα, το άλογό του και ξεκίνησε για το βουνό. Μόλις έφτασε στην καλύβα, βρήκε τον παππού πεσμένο στο έδαφος... Ήταν άρρωστος του είπε. Δεν μπόρεσε να πει όλα όσα είχε σκεφτεί μαζί του, αλλά δεν είχε σημασία. Ο νέος του έκανε παρέα και του έδωσε να φάει. Το φαγητό αυτό λεγόταν καλοσύνη. Δεν είχαν πολύ χρόνο. Τότε ζήτησε το όνομα του γέρου. Είχα μάθει για εσάς και την γαλήνη που νιώθει όποιος έρχεται εδώ, αλλά το όνομά σας δεν το άκουσα ποτέ. Το όνομα ήταν και η τελευταία λέξη του. "Με λένε Εγωισμό, αλλά κατάλαβα..." Τα ονόματα των ζώων ήταν όλα όσα του είχαν λείψει, όλα όσα είχε ζήσει και όλα όσα ήταν.
Αυτός ο γέρος, ο Εγωισμός είχε την θέληση να αλλάξει και αυτό προσπαθούσε να κάνει μέσα από τις πράξεις του. Ο κόσμος ένιωθε την γαλήνη γιατί τα είχε καταφέρει. Είχε αλλάξει. Ίσως αργά για να το δείξει σε αυτή που ήθελε, την Ζωή του, αλλά τα είχε καταφέρει.
Η ζωή φίλοι μου δεν θέλει πολλά, αλλά λίγα και καλά. Τα συναισθήματά σας να τα εκφράζετε γιατί τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ακόμα και όταν περνάτε δυσκολίες, να ψάχνετε για την γαλήνη μέσα σας ή έστω να την δημιουργείτε.