Υπάρχει μια φράση που λέει πως υπάρχει ένας άλλος κόσμος αλλά είναι μέσα σε αυτόν εδώ. Πολλές φορές προσπαθώ να ανακαλύψω κρυφές ιστορίες, από αυτές που μένουν σε κάποια ξεχασμένα παγκάκια, από αυτές που θυμίζουν λίγο βροχή, λίγο χορό με ρυθμό μονάχα την σιωπή.
Ξεχάστηκες ακόμα μια φορά σε δρόμους φασαριόζικους, σε καφέ γεμάτα και σε λόγια ξένα. Ξεχάστηκες σε άλλους τόπους, πλατφόρμες ιδανικά φτιαγμένες και όνειρα δανεικά. Ξέχασες την φωνή της ψυχής σου, τα θέλω των ματιών σου και τα ιδανικά της καρδιάς σου.
Έχουμε μιλήσει πάλι για τα μονοπάτια, αυτά που οδηγούν κάπου πιο μακριά. Φοβάσαι να τα περπατήσεις. Δεν κατάλαβα ποτέ τον λόγο που φοβάσαι. Τι ακριβώς; Τους περαστικούς; Τους Δράκους; Κάθε ιστορία κρύβει δράκους. Όχι απαραίτητα ξένους. Ίσως αυτοί οι δράκοι να σου είναι αρκετά γνώριμοι. Μπορεί να είναι οι δράκοι του μυαλού σου. Αυτοί οι ανύπαρκτοι που εμφανίζονται σε κάθε βήμα και σε σπρώχνουν πάλι πίσω, στη σπηλιά. Μπορεί να μην έχει πολύ φως εκεί, ούτε και ορίζοντες. Ξέρω την έχεις φτιάξει όμορφη την σπηλιά σου. Όμως είσαι σίγουρος ότι η σπηλιά αυτή αξίζει να κρατάει κλειδωμένη την ύπαρξή σου; Έλα, Γέλα!
Μου αρέσει πολύ αυτό, το διάβασα πρόσφατα :
«I walk alonely road
The only one that I have ever known
Don’t know where it goes
But it’s home to me and I walk alone»
Επίσης αγαπώ και αυτό :
Μισώ τα χρόνια που έρχονται γεμάτα προσβολές,
καρδιές ερμητικά κλειστές.
Λάβα και λίβας και λίγο.
Πιο λίγο κι από λίγο.
Φύλακες στα σύνορα, στις φυλακές τα όνειρα.
Στην άκρη του ονείρου μπορείς να ζήσεις όσα αγαπάς και επιθυμείς. Τώρα σε αφήνω να ζήσεις, να τολμήσεις, να αγαπήσεις.
Και κάπως έτσι...
Ξέχασε να πάρει ανάσα. Μαζεύτηκε στη θέση της. Έκλεισε τα παράθυρα, κατέβασε τα ρολά κι έγινε αόρατη. Να μη φαίνεται τι σκέφτεται, τι αισθάνεται.