-Γραμμένο στην περίοδο της πρώτης καραντίνας- |
Ο τείχος είναι άσπρος.
Τόσο μονότονος.
Τόσο άδειος.
Υπάρχει μονάχα ένα κρεβάτι.
Ένα κρεβάτι, εγώ και ένα παράθυρο.
Στο μυαλό μου υπάρχει το παράθυρο.
Βλέπω τα πάντα και τίποτα.
Βλέπω φως και σκοτάδι.
Που πάμε;
Θα σε βρω;
Κατοικώ σε έναν ξενώνα.
Μόνος.
Πιο μόνος και από την ίδια την λέξη που στέκει μόνη.
Ακούω ένα γέλιο.
Με αγγίζει ο χρόνος.
Θα σε βρω;
Η λάμπα τρεμοσβήνει, σαν έτοιμη από καιρό να καεί.
Καημένο φως.
Τα μάτια μου καμιά φορά με γελούν.
Δεν ξέρω αν σε βλέπω.
Δεν ξέρω αν σε είδα.
Θα σε βρω;
Υπάρχει και ένας ιστός από αράχνη.
Παλιός.
Τόσο παλιός σαν τούτον τον ξενώνα.
Ίσως να μου ταιριάζει η απλότητα του χώρου.
Ακούγεται σαν πέταγμα πουλιού.
Πετάει εδώ και εκεί.
Μια πεταλούδα.
Μια πεταλούδα που κάποτε είχε ζήσει την ζωή μιας κάμπιας.
Βλέπω έξω από το παράθυρο.
Και ας μην υπήρξε ποτέ ουσιαστικά.
Για μένα ήταν πάντα ανοιχτό.
See You Soon, Mauri Toulipa